-
1 ἠρινός
-
2 ἐαρινός
ἐᾰρῐνός, ή, όν, [dialect] Ep. [full] εἰαρινός (also [full] ἠαρινός h.Cer. 401, PPetr.3p.152 (iii B. C.)); in other Poets, [full] ἠρινός:—A of spring, εἰαρινὴ ὥρη springtime, Il.16.643, cf. Plb.3.34.6;εἰαρινὰ ἄνθεα Il.2.89
;πλόος εἰαρινός Hes.Op. 678
; θάλπος ἐαρινόν the heat of spring, X.Cyr.8.6.22;ἄνεμος ἠρινός Sol.13.19
;ἠρινὰ φύλλα Pi.P.9.46
;λειμῶνος ἠρινοῦ στάχυν E. Supp. 448
;ἐ. πυλαία IG9(1).111
([place name] Elatea);τροπαί Ph.2.163
;μῆλα ἐ.
apricots,PCair.Zen.
33.13 (iii B.C.):—neut. as Adv., in spring-time,μέλισσα λειμῶν' ἠρινὸν διέρχεται E.Hipp.77
(s.v.l., ἐαρινή Sch.);γῆ ἠρινὸν θάλλουσα Id.Fr.316.3
: ἠρινὰ κελαδεῖν, of the swallow, Ar. Pax 800 (lyr.). Adv.ἐαρινῶς Hsch.
s.v. ἦρις ὡς.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐαρινός
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский